πουριτανός

πουριτανός
-ή, -ό, Ν
1. οπαδός τού πουριτανισμού
2. άνθρωπος που έχει ή που προσποιείται ότι έχει πολύ αυστηρά ήθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. puritan, πιθ. < υστερολατ. puritas (< λατ. purus «καθαρός»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πουριτανός — θηλ. ή (λ. αγγλ.) 1. οπαδός του πουριτανισμού. 2. μτφ., άνθρωπος με αυστηρές ηθικές αρχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουριτανικός — ή, ό, Ν [πουριτανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πουριτανισμό …   Dictionary of Greek

  • πουριτανισμός — Θρησκευτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στην Αγγλία, στους κόλπους της Αγγλικανικής Εκκλησίας στα πρώτα χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ A’, και διήρκεσε ουσιαστικά μέχρι την παλινόρθωση των Στιούαρτ (δεύτερο μισό του 17ου αι.). Ο π. επεδίωκε να… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρό, Zαν Λουί — (Jean Luis Barrault, Βεζινέ 1910 –). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και θεατρικός σκηνοθέτης. Το 1934, ύστερα από μια περίοδο θητείας κοντά στον Ντιλέν και στον μίμο Ντεκρού, ο Μ. έγινε γνωστός με μια τολμηρή θεατρική διασκευή …   Dictionary of Greek

  • Σανταγιάνα, Τζωρτζ — (Santayana). Αμερικανός φιλόσοφος ισπανικής καταγωγής (Μαδρίτη 1863 Ρώμη 1952). Εκπρόσωπος του λεγόμενου κριτικού ρεαλισμού, διαμόρφωσε τις ιδέες του σπουδάζοντας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ με την επίδραση του Ρόυς και του Τζαίημς. Συνέχισε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”